πόριο

πόριο
το, Ν
κρανιομετρικό σημείο στο ανώτατο άκρο τού χείλους τού έξω ακουστικού πόρου το οποίο χρησιμοποιείται για την εύρεση τού ωτοβρεγματικού ύψους τού κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. porion (< πόρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”